υγροτροπισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υγροτροπισμός οι υγροτροπισμοί
      γενική του υγροτροπισμού των υγροτροπισμών
    αιτιατική τον υγροτροπισμό τους υγροτροπισμούς
     κλητική υγροτροπισμέ υγροτροπισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υγροτροπισμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

υγροτροπισμός αρσενικό

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.