ρευστός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρευστός η ρευστή το ρευστό
      γενική του ρευστού της ρευστής του ρευστού
    αιτιατική τον ρευστό τη ρευστή το ρευστό
     κλητική ρευστέ ρευστή ρευστό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρευστοί οι ρευστές τα ρευστά
      γενική των ρευστών των ρευστών των ρευστών
    αιτιατική τους ρευστούς τις ρευστές τα ρευστά
     κλητική ρευστοί ρευστές ρευστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ρευστός < αρχαία ελληνική ῥευστός

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾefˈstos/

Επίθετο

ρευστός, -ή, -ό

  1. που ρέει
  2. (φυσική) το υγρό ή το αέριο σώμα
  3. (μεταφορικά) που μεταβάλλεται διαρκώς, ασταθής
    η κατάσταση είναι ακόμα πολύ ρευστή, καλύτερα να μην κάνουμε καμία κίνηση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.