ρευστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ρευστός | η | ρευστή | το | ρευστό |
| γενική | του | ρευστού | της | ρευστής | του | ρευστού |
| αιτιατική | τον | ρευστό | τη | ρευστή | το | ρευστό |
| κλητική | ρευστέ | ρευστή | ρευστό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ρευστοί | οι | ρευστές | τα | ρευστά |
| γενική | των | ρευστών | των | ρευστών | των | ρευστών |
| αιτιατική | τους | ρευστούς | τις | ρευστές | τα | ρευστά |
| κλητική | ρευστοί | ρευστές | ρευστά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ρευστός < αρχαία ελληνική ῥευστός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾefˈstos/
Επίθετο
ρευστός, -ή, -ό
- που ρέει
- (φυσική) το υγρό ή το αέριο σώμα
- (μεταφορικά) που μεταβάλλεται διαρκώς, ασταθής
- η κατάσταση είναι ακόμα πολύ ρευστή, καλύτερα να μην κάνουμε καμία κίνηση
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.