υγρασία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υγρασία | οι | υγρασίες |
| γενική | της | υγρασίας | των | υγρασιών |
| αιτιατική | την | υγρασία | τις | υγρασίες |
| κλητική | υγρασία | υγρασίες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υγρασία < αρχαία ελληνική ὑγρασία < ὑγραίνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ɣɾaˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐γρα‐σί‐α

υγρασία στο γρασίδι

υγρασία σε τοίχο
Ουσιαστικό
υγρασία θηλυκό
- (μετεωρολογία) η αυξημένη ποσότητα υδρατμών στην ατμόσφαιρα
- ※ Έχει πολλή υγρασία το πρωί. (Ευγενία Φακίνου, Η μεγάλη πράσινη, 1987 [μυθιστόρημα])
- ≠ αντώνυμα: ξηρασία
- το πόσο υγρό είναι ένα μέρος ή αντικείμενο
- τα σταγονίδια νερού που σχηματίζονται σε μια επιφάνεια ή το σάπισμα από αυτά σε τοίχο
Μεταφράσεις
υγρασία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.