υγρόφιλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υγρόφιλος | η | υγρόφιλη | το | υγρόφιλο |
| γενική | του | υγρόφιλου | της | υγρόφιλης | του | υγρόφιλου |
| αιτιατική | τον | υγρόφιλο | την | υγρόφιλη | το | υγρόφιλο |
| κλητική | υγρόφιλε | υγρόφιλη | υγρόφιλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υγρόφιλοι | οι | υγρόφιλες | τα | υγρόφιλα |
| γενική | των | υγρόφιλων | των | υγρόφιλων | των | υγρόφιλων |
| αιτιατική | τους | υγρόφιλους | τις | υγρόφιλες | τα | υγρόφιλα |
| κλητική | υγρόφιλοι | υγρόφιλες | υγρόφιλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υγρόφιλος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hygrophilous < αρχαία ελληνική ὑγρός + φίλος
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈɣɾo.fi.los/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.