υγραέριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υγραέριο τα υγραέρια
      γενική του υγραερίου
& υγραέριου
των υγραερίων
    αιτιατική το υγραέριο τα υγραέρια
     κλητική υγραέριο υγραέρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υγραέριο < υγρό + αέριο

Ουσιαστικό

υγραέριο ουδέτερο

  • καύσιμη ύλη που διατηρείται σε ειδικά δοχεία υπό πίεση και σε υγρή μορφή, ενώ μετατρέπεται σε αέριο αμέσως μετά την έξοδό του από το δοχείο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.