τόξον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | τόξον | τὰ | τόξᾰ |
| γενική | τοῦ | τόξου | τῶν | τόξων |
| δοτική | τῷ | τόξῳ | τοῖς | τόξοις |
| αιτιατική | τὸ | τόξον | τὰ | τόξᾰ |
| κλητική ὦ! | τόξον | τόξᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τόξω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | τόξοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τόξον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
τόξον, -ου ουδέτερο (συχνά στον πληθυντικό)
- τόξο
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 329
- τόξον δέ οἱ ἔκπεσε χειρός.
- και του ᾽πεσε το τόξο από το χέρι.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- τόξον δέ οἱ ἔκπεσε χειρός.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 21 (φ. Τόξου θέσις.), στίχ. 409
- ὣς ἄρ᾽ ἄτερ σπουδῆς τάνυσεν μέγα τόξον Ὀδυσσεύς.
- έτσι κι ο Οδυσσέας εύκολα τάνυσε το μέγα τόξο,
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ὣς ἄρ᾽ ἄτερ σπουδῆς τάνυσεν μέγα τόξον Ὀδυσσεύς.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 329
- η τέχνη της τοξοβολίας
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 73.3
- ὥστε δὲ περὶ πολλοῦ ποιεόμενος αὐτούς, παῖδάς σφι παρέδωκε τὴν γλῶσσάν τε ἐκμαθεῖν καὶ τὴν τέχνην τῶν τόξων.
- Και επειδή πολύ τους υπολόγιζε, τους εμπιστεύθηκε μερικά παιδιά των Λυδών, για να μάθουν κοντά τους τη γλώσσα τους και την τέχνη του τόξου.
- Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ὥστε δὲ περὶ πολλοῦ ποιεόμενος αὐτούς, παῖδάς σφι παρέδωκε τὴν γλῶσσάν τε ἐκμαθεῖν καὶ τὴν τέχνην τῶν τόξων.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 73.3
- ουράνιο τόξο
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιά Διαθήκη, Γένεσις, 9.13, κατά την Μετάφραση των Εβδομήκοντα
- τὸ τόξον μου τίθημι ἐν τῇ νεφέλῃ,
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιά Διαθήκη, Γένεσις, 9.13, κατά την Μετάφραση των Εβδομήκοντα
- (στον πληθ) τα βέλη, το τόξο και τα βέλη μαζί
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 21 (Φ. Μάχη παραποτάμιος.), στίχ. 496
- ὣς ἡ δακρυόεσσα φύγεν, λίπε δ᾽ αὐτόθι τόξα.
- ομοίως έφυγε η θεά και αφήκε αυτού τα βέλη.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ὣς ἡ δακρυόεσσα φύγεν, λίπε δ᾽ αὐτόθι τόξα.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 21 (Φ. Μάχη παραποτάμιος.), στίχ. 496
- μέρος άμαξας
- αψίδα, καμάρα
- (ιατρική) καμπύλο ανάκλιντρο που το χρησιμοποιούσαν για ακρωτηριασμούς
Συγγενικά
- ἀφιπποτοξότης
- ἀραβοτοξότης
- ἀργυρότοξος
- ἀτόξευτος
- ἄτοξος
- δορατοξόος
- εὔτοξος
- ἱπποτοξότης
- καλλίτοξος
- κλυτότοξος
- λαμπρότοξος
- μεγαλότοξος
- ὁμότοξος
- σκυθοτοξότης
- τοξαλκέτης
- τοξαλκής
- τοξάριον
- τοξαρχέω
- τόξαρχος
- τοξάζομαι
- τόξευμα
- τοξεύς
- τόξευσις
- τοξευτήρ
- τοξευτής
- τοξευτικός
- τοξευτός
- τοξεύω
- τοξοβέλεμνος
- τοξοβόλος
- τοξοδάμας
- τοξόδαμνος
- τοξοειδής
- τοξοφορέω
- τοξοφόρμιγξ
- τοξοφόρος
- τοξόκλυτος
- τοξόομαι
- τοξοποιέω
- τοξοποιία
- τοξοποιός
- τοξοθήκη
- τοξοσύνη
- τοξότας
- τοξοτευχής
- τοξότης
- τοξότις
- τοξουλκός
- τοξοχίτων
- χαλκότοξος
- χρυσότοξος
- → και δείτε τη λέξη τοξεύω
Εκφράσεις
- (μεταφορικά) ἀμπέλινα τόξα: οι συνέπειες της οινοποσίας
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Αθήναιος ο Ναυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 11.21 @scaife.perseus.
- ἀέξονται φρένας ἀμπελίνοις τόξοις δαμέντες.
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Αθήναιος ο Ναυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 11.21 @scaife.perseus.
- (μεταφορικά) τόξα ἡλίου: οι ακτίνες του ήλιου
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἡρακλὴς μαινόμενος, 1090 (1089-1090)
- ἔμπνους μέν εἰμι καὶ δέδορχ᾽ ἅπερ με δεῖ, | αἰθέρα τε καὶ γῆν τόξα θ᾽ ἡλίου τάδε.
- Ζωντανός είμαι και κοιτάω γύρω όσα πρέπει, | τον ουρανό, τη γη κι όλον του Ηλιού τον κύκλο
- Μετάφραση (1911): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Φέξης @greek‑language.gr
- ἔμπνους μέν εἰμι καὶ δέδορχ᾽ ἅπερ με δεῖ, | αἰθέρα τε καὶ γῆν τόξα θ᾽ ἡλίου τάδε.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἡρακλὴς μαινόμενος, 1090 (1089-1090)
- τόξα λατάγων: η καμπύλη, που σχηματίζει ένα υγρό καθώς χύνεται από ένα δοχείο
- (μεταφορικά) τόξου ῥῦμα: οι Πέρσες
- τόξῳ: κατά εικασία, υποθετικά
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Χοηφόροι, στίχ. 1033
- τόξῳ γὰρ οὔτις πημάτων ἐφίξεται.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Χοηφόροι, στίχ. 1033
Πηγές
- τόξον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τόξον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.