ακτίνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακτίνα οι ακτίνες
      γενική της ακτίνας των ακτίνων
    αιτιατική την ακτίνα τις ακτίνες
     κλητική ακτίνα ακτίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ακτίνα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκτῖνα < αρχαία ελληνική ἀκτίς από την αιτιατική ἀκτῖνα [1][2]

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈkti.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακτίνα

Ουσιαστικό

ακτίνα θηλυκό

  1. (σχετικά με το φως)
    1. γραμμή φωτός (ή παρόμοιας ακτινοβολίας)
      οι ακτίνες του ήλιου
      οι ακτίνες Χ
    2. (προφορικό, ιατρική) η ακτινογραφία με ακτίνες Χ
    Πήγα κι έβγαλα μια ακτίνα στο χέρι μου, γιατί πονούσε.
  2. (γεωμετρία)
    1. το ευθύγραμμο τμήμα που συνδέει το κέντρο του κύκλου με ένα σημείο της περιφέρειάς του, η ημιδιάμετρος του κύκλου
    2. το μέτρο αυτού του τμήματος
    3. (κατ’ επέκταση) απόσταση που περιγράφει το εύρος μιας επιφάνειας
      Η έκρηξη προκάλεσε καταστροφές σε ακτίνα εκατοντάδων μέτρων.

Συγγενικά

και

 και δείτε τη λέξη αχτίδα για το θέμα αχτιδ-

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.