τοξότις
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | τοξότις | αἱ | τοξότιδες |
| γενική | τῆς | τοξότιδος | τῶν | τοξοτίδων |
| δοτική | τῇ | τοξότιδῐ | ταῖς | τοξότισῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | τοξότιν | τὰς | τοξότιδᾰς |
| κλητική ὦ! | τοξότι | τοξότιδες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τοξότιδε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | τοξοτίδοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
τοξότις, -ιδος θηλυκό
Πηγές
- τοξότις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.