ῥῦμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ῥῦμᾰ | τὰ | ῥύμᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | ῥύμᾰτος | τῶν | ῥυμᾰ́των |
| δοτική | τῷ | ῥύμᾰτῐ | τοῖς | ῥύμᾰσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | ῥῦμᾰ | τὰ | ῥύμᾰτᾰ |
| κλητική ὦ! | ῥῦμᾰ | ῥύμᾰτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ῥύμᾰτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ῥυμᾰ́τοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ῥῦμα ουδέτερο
- αυτό που έλκεται, τραβιέται
- ρίξιμο, ριξιά
- ↪ ἐκ τόξου ῥύματος (σε απόσταση μιας μέσης βολής τόξου, της απόστασης που καλύπτει το βέλος)
- ※ 6ος/5ος αιώνας πκε ⌘ Αισχύλος, Πέρσαι, 147 (147-149). Μετάφραση (1930): Ιωάννης Γρυπάρης @greek‑language.gr
- πότερον τόξου ῥῦμα τὸ νικῶν,
ἢ δορικράνου
λόγχης ἰσχὺς κεκράτηκεν- να νικά της σαΐτας το ρίξιμο,
ή μην άραγε νίκησε η δύναμη της σιδεροκέφαλης λόγχης;
- να νικά της σαΐτας το ρίξιμο,
Συγγενικά
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Ουσιαστικό
ῥῦμα ουδέτερο < ίσως διαφορετικής ρίζας, πιθανόν από το ῥύομαι ή το ἐρύκω (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Πηγές
- ῥῦμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ῥῦμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.