τοξοφόρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τοξοφόρος η τοξοφόρος
& τοξοφόρα
το τοξοφόρο
      γενική του τοξοφόρου της τοξοφόρου
& τοξοφόρας
του τοξοφόρου
    αιτιατική τον τοξοφόρο την τοξοφόρο
& τοξοφόρα
το τοξοφόρο
     κλητική τοξοφόρε τοξοφόρε
& τοξοφόρα
τοξοφόρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τοξοφόροι οι τοξοφόροι
& τοξοφόρες
τα τοξοφόρα
      γενική των τοξοφόρων των τοξοφόρων των τοξοφόρων
    αιτιατική τους τοξοφόρους τις τοξοφόρους
& τοξοφόρες
τα τοξοφόρα
     κλητική τοξοφόροι τοξοφόροι
& τοξοφόρες
τοξοφόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τοξοφόρος < τόξ(ο) + -ο- + -φόρος

Επίθετο

τοξοφόρος, -ος/-α, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.