υποθετικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
υποθετικά < υποθετικός
Επίρρημα
υποθετικά
- για κάτι που ίσως ισχύει• για κάτι που προέκυψε ως νοερό συμπέρασμα το οποίο όμως δεν βασίζεται σε σαφή δεδομένα
- (ασχέτως εάν επικαλούνται αναπόδεικτες σχέσεις μεταξύ δεδομένων)
Μεταφράσεις
υποθετικά
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.