υποθετικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υποθετικά < υποθετικός

Επίρρημα

υποθετικά

  1. για κάτι που ίσως ισχύει• για κάτι που προέκυψε ως νοερό συμπέρασμα το οποίο όμως δεν βασίζεται σε σαφή δεδομένα
    (ασχέτως εάν επικαλούνται αναπόδεικτες σχέσεις μεταξύ δεδομένων)

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

υποθετικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.