καμάρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καμάρα οι καμάρες
      γενική της καμάρας των καμαρών
    αιτιατική την καμάρα τις καμάρες
     κλητική καμάρα καμάρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Πέτρινη καμάρα στη Ρόδο.
Τρίγωνο πάνω στην καμάρα του πέλματος.

Ετυμολογία

καμάρα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καμάρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kh₂em- (καμπή)

Ουσιαστικό

καμάρα θηλυκό

  1. η σκεπαστή κατασκευή σε σχήμα τόξου
  2. (ανατομία) το μέρος του πέλματος του ποδιού που έχει σχήμα θόλου
     συνώνυμα: αντίκοιλο
  3. το σχετικό με το παραπάνω τμήμα ενός παπουτσιού
  4. (αθλητισμός) η καμπή του σώματος προς τα πίσω, ώστε να σχηματίζεται μ' αυτό ένα τόξο

Συγγενικά

Δείτε και τα συγγενικά των λέξεων:

Σύνθετα

με τη σημασία: σχήμα καμάρας

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία 1

καμάρα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καμάρα

Ουσιαστικό

καμάρα θηλυκό

  • ζητούμενο λήμμα

Ετυμολογία 2

καμάρα: μορφή, διαφορετική εκφορά

Ουσιαστικό

καμάρα θηλυκό

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κᾰμᾰρᾱ-
ονομαστική καμάρ αἱ καμάραι
      γενική τῆς καμάρᾱς τῶν καμαρῶν
      δοτική τῇ καμάρ ταῖς καμάραις
    αιτιατική τὴν καμάρᾱν τὰς καμάρᾱς
     κλητική ! καμάρ καμάραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καμάρ
γεν-δοτ τοῖν  καμάραιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καμάρα < απώτατη αρχή, η πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kam- (καμπή)  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

καμάρα θηλυκό

  1. τοξοειδής αψίδα
  2. κάθε θολωτή κατασκευή

ιωνικός τύπος: καμάρη

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.