εικασία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εικασία | οι | εικασίες |
| γενική | της | εικασίας | των | εικασιών |
| αιτιατική | την | εικασία | τις | εικασίες |
| κλητική | εικασία | εικασίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εικασία < αρχαία ελληνική εἰκασία
Ουσιαστικό
εικασία θηλυκό
- θεώρηση για την οποία δεν παρατίθενται σαφή δεδομένα αλλά το περιεχόμενο της διατύπωσής της φαντάζει σε κάποιον πιθανό
- (λογική, μαθηματικά) λογική πρόταση για την οποία όλα τα δεδομένα (στοιχεία) δείχνουν ότι είναι αληθής, αλλά δεν υπάρχει απόδειξη (λογική, μαθηματική) που να το επιβεβαιώνει
- Η εικασία του Goldbach: Κάθε άρτιος ακέραιος > 2 είναι το άθροισμα δύο πρώτων (δεν έχει αποδειχθεί).[1][2]
- Υπερώνυμο: λογική πρόταση
Συνώνυμα
-
εικασία στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
εικασία
Αναφορές
- Δημήτρης Ψαρράς (20/01/2018), Ενα πρόβλημα για λίγους, efsyn.gr. Προσπέλαση 2020-02-29
- Εικασία του Γκόλντμπαχ. Προσπέλαση 2020-02-29
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.