ανάκλιντρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ανάκλιντρο | τα | ανάκλιντρα |
| γενική | του | ανάκλιντρου & ανακλίντρου |
των | ανάκλιντρων & ανακλίντρων |
| αιτιατική | το | ανάκλιντρο | τα | ανάκλιντρα |
| κλητική | ανάκλιντρο | ανάκλιντρα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανάκλιντρο < ελληνιστική κοινή ἀνάκλιντρον < αρχαία ελληνική ἀνακλίνω < ἀνά + κλίνω
Ουσιαστικό
ανάκλιντρο ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.