ἥλιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἥλιος | οἱ | ἥλιοι |
| γενική | τοῦ | ἡλίου | τῶν | ἡλίων |
| δοτική | τῷ | ἡλίῳ | τοῖς | ἡλίοις |
| αιτιατική | τὸν | ἥλιον | τοὺς | ἡλίους |
| κλητική ὦ! | ἥλιε | ἥλιοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἡλίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἡλίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἥλιος, ήδη ομηρικό < πρωτοελληνική *hāwélios < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sāwélios < *sóh₂wl̥ (ήλιος) (συγγενές των ἀλέα: θερμότητα, εἵλη: ζεστασιά ήλιου, ἑλάνη: λαμπάδα)
Ουσιαστικό
ἥλιος αρσενικό
Εκφράσεις
- ἡλίου τέλλοντος
- πρὸς ἠῶ τ' ἠέλιόν τε (ανατολικά)
- → δείτε και τη λέξη Ἥλιος
Συγγενικά
- ἡλιο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἡλιο- στο Βικιλεξικό
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- ἥλιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἥλιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.