τοξοβόλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τοξοβόλος | οι | τοξοβόλοι |
| γενική | του | τοξοβόλου | των | τοξοβόλων |
| αιτιατική | τον | τοξοβόλο | τους | τοξοβόλους |
| κλητική | τοξοβόλε | τοξοβόλοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τοξοβόλος < ελληνιστική κοινή τοξοβόλος < αρχαία ελληνική τόξον + βάλλω
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | τοξοβόλος | τὸ | τοξοβόλον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | τοξοβόλου | τοῦ | τοξοβόλου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | τοξοβόλῳ | τῷ | τοξοβόλῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | τοξοβόλον | τὸ | τοξοβόλον | ||
| κλητική ὦ! | τοξοβόλε | τοξοβόλον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | τοξοβόλοι | τὰ | τοξοβόλᾰ | ||
| γενική | τῶν | τοξοβόλων | τῶν | τοξοβόλων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | τοξοβόλοις | τοῖς | τοξοβόλοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | τοξοβόλους | τὰ | τοξοβόλᾰ | ||
| κλητική ὦ! | τοξοβόλοι | τοξοβόλᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τοξοβόλω | τὼ | τοξοβόλω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | τοξοβόλοιν | τοῖν | τοξοβόλοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τοξοβόλος < αρχαία ελληνική τόξ(ον) + -ο- + -βόλος
Πηγές
- τοξοβόλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.