ακρωτηριασμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ακρωτηριασμός οι ακρωτηριασμοί
      γενική του ακρωτηριασμού των ακρωτηριασμών
    αιτιατική τον ακρωτηριασμό τους ακρωτηριασμούς
     κλητική ακρωτηριασμέ ακρωτηριασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ακρωτηριασμός < αρχαία ελληνική ἀκρωτηριασμός

Ουσιαστικό

ακρωτηριασμός αρσενικό

Συγγενικά

ακρωτηριάζω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.