χύνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χύνω < αρχαία ελληνική χέω (όταν στο θέμα αορίστου χυ- αναπτύχθηκε το πρόσφυμα ν και δημιουργήθηκε το θέμα χυν-)

Ρήμα

χύνω (μεσοπαθητικό: χύνομαι)

  1. (μεταβατικό) προκαλώ τη ροή ενός υγρού από το δοχείο στο οποίο βρισκόταν προς τα κάτω.
    έχυσες τον καφέ πάνω στα ρούχα σου.
  2. (μεταβατικό) οδηγώ μία ρευστή μάζα μετάλλου μέσα στο καλούπι όπου θα στερεοποιηθεί και θα αποκτήσει το επιθυμητό σχήμα.
  3. (αμετάβατο) (χυδαίο) εκσπερματίζω, φτάνω σε οργασμό.

Εκφράσεις

Κλίση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.