τοξεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τοξεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τοξεύω[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /toˈkse.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : το‐ξεύ‐ω
Συγγενικά
Κλίση
Αόριστος: τόξεψα και τόξευσα
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | τοξεύω | τόξευα | θα τοξεύω | να τοξεύω | τοξεύοντας | |
| β' ενικ. | τοξεύεις | τόξευες | θα τοξεύεις | να τοξεύεις | τόξευε | |
| γ' ενικ. | τοξεύει | τόξευε | θα τοξεύει | να τοξεύει | ||
| α' πληθ. | τοξεύουμε | τοξεύαμε | θα τοξεύουμε | να τοξεύουμε | ||
| β' πληθ. | τοξεύετε | τοξεύατε | θα τοξεύετε | να τοξεύετε | τοξεύετε | |
| γ' πληθ. | τοξεύουν(ε) | τόξευαν τοξεύαν(ε) |
θα τοξεύουν(ε) | να τοξεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | τόξεψα | θα τοξέψω | να τοξέψω | τοξέψει | ||
| β' ενικ. | τόξεψες | θα τοξέψεις | να τοξέψεις | τόξεψε | ||
| γ' ενικ. | τόξεψε | θα τοξέψει | να τοξέψει | |||
| α' πληθ. | τοξέψαμε | θα τοξέψουμε | να τοξέψουμε | |||
| β' πληθ. | τοξέψατε | θα τοξέψετε | να τοξέψετε | τοξέψτε | ||
| γ' πληθ. | τόξεψαν τοξέψαν(ε) |
θα τοξέψουν(ε) | να τοξέψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω τοξέψει | είχα τοξέψει | θα έχω τοξέψει | να έχω τοξέψει | ||
| β' ενικ. | έχεις τοξέψει | είχες τοξέψει | θα έχεις τοξέψει | να έχεις τοξέψει | ||
| γ' ενικ. | έχει τοξέψει | είχε τοξέψει | θα έχει τοξέψει | να έχει τοξέψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε τοξέψει | είχαμε τοξέψει | θα έχουμε τοξέψει | να έχουμε τοξέψει | ||
| β' πληθ. | έχετε τοξέψει | είχατε τοξέψει | θα έχετε τοξέψει | να έχετε τοξέψει | ||
| γ' πληθ. | έχουν τοξέψει | είχαν τοξέψει | θα έχουν τοξέψει | να έχουν τοξέψει |
| |
Σπανιότεροι οι παθητικοί τύποι. Αόριστος τοξεύτηκα και τοξεύθηκα
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | τοξεύομαι | τοξευόμουν(α) | θα τοξεύομαι | να τοξεύομαι | ||
| β' ενικ. | τοξεύεσαι | τοξευόσουν(α) | θα τοξεύεσαι | να τοξεύεσαι | ||
| γ' ενικ. | τοξεύεται | τοξευόταν(ε) | θα τοξεύεται | να τοξεύεται | ||
| α' πληθ. | τοξευόμαστε | τοξευόμαστε τοξευόμασταν |
θα τοξευόμαστε | να τοξευόμαστε | ||
| β' πληθ. | τοξεύεστε | τοξευόσαστε τοξευόσασταν |
θα τοξεύεστε | να τοξεύεστε | τοξεύεστε | |
| γ' πληθ. | τοξεύονται | τοξεύονταν τοξευόντουσαν |
θα τοξεύονται | να τοξεύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | τοξεύθηκα | θα τοξευθώ | να τοξευθώ | τοξευθεί | ||
| β' ενικ. | τοξεύθηκες | θα τοξευθείς | να τοξευθείς | τοξεύσου | ||
| γ' ενικ. | τοξεύθηκε | θα τοξευθεί | να τοξευθεί | |||
| α' πληθ. | τοξευθήκαμε | θα τοξευθούμε | να τοξευθούμε | |||
| β' πληθ. | τοξευθήκατε | θα τοξευθείτε | να τοξευθείτε | τοξευθείτε | ||
| γ' πληθ. | τοξεύθηκαν τοξευθήκαν(ε) |
θα τοξευθούν(ε) | να τοξευθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω τοξευθεί | είχα τοξευθεί | θα έχω τοξευθεί | να έχω τοξευθεί | τοξευμένος | |
| β' ενικ. | έχεις τοξευθεί | είχες τοξευθεί | θα έχεις τοξευθεί | να έχεις τοξευθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει τοξευθεί | είχε τοξευθεί | θα έχει τοξευθεί | να έχει τοξευθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε τοξευθεί | είχαμε τοξευθεί | θα έχουμε τοξευθεί | να έχουμε τοξευθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε τοξευθεί | είχατε τοξευθεί | θα έχετε τοξευθεί | να έχετε τοξευθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν τοξευθεί | είχαν τοξευθεί | θα έχουν τοξευθεί | να έχουν τοξευθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι τοξευμένος - είμαστε, είστε, είναι τοξευμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν τοξευμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν τοξευμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι τοξευμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι τοξευμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι τοξευμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι τοξευμένοι | |||||
Αναφορές
- τοξεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- τοξεύω < → λείπει η ετυμολογία
Σύνθετα
- ἀντιτοξεύω
- ἀποτοξεύω
- διατοξεύω
- εἰστοξεύω
- ἐκτοξεύω
- ἐπιτοξεύω
- κατατοξεύω
- περιτοξεύω
- συντοξεύω
- ὑπερτοξεύω
Πηγές
- τοξεύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τοξεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.