συφοριασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συφοριασμένος | η | συφοριασμένη | το | συφοριασμένο |
| γενική | του | συφοριασμένου | της | συφοριασμένης | του | συφοριασμένου |
| αιτιατική | τον | συφοριασμένο | τη | συφοριασμένη | το | συφοριασμένο |
| κλητική | συφοριασμένε | συφοριασμένη | συφοριασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συφοριασμένοι | οι | συφοριασμένες | τα | συφοριασμένα |
| γενική | των | συφοριασμένων | των | συφοριασμένων | των | συφοριασμένων |
| αιτιατική | τους | συφοριασμένους | τις | συφοριασμένες | τα | συφοριασμένα |
| κλητική | συφοριασμένοι | συφοριασμένες | συφοριασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συφοριασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συφοριάζομαι
Μετοχή
συφοριασμένος, -η, -ο
- που έχει δεχτεί συμφορές στη ζωή του, δυστυχισμένος
- σχετικά με κάτι που είναι σε ιδιαίτερα κακή κατάσταση
Μεταφράσεις
συφοριασμένος
Πηγές
- συφοριασμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.