συφοριασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συφοριασμένος η συφοριασμένη το συφοριασμένο
      γενική του συφοριασμένου της συφοριασμένης του συφοριασμένου
    αιτιατική τον συφοριασμένο τη συφοριασμένη το συφοριασμένο
     κλητική συφοριασμένε συφοριασμένη συφοριασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συφοριασμένοι οι συφοριασμένες τα συφοριασμένα
      γενική των συφοριασμένων των συφοριασμένων των συφοριασμένων
    αιτιατική τους συφοριασμένους τις συφοριασμένες τα συφοριασμένα
     κλητική συφοριασμένοι συφοριασμένες συφοριασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συφοριασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συφοριάζομαι

Μετοχή

συφοριασμένος, -η, -ο

  1. που έχει δεχτεί συμφορές στη ζωή του, δυστυχισμένος
  2. σχετικά με κάτι που είναι σε ιδιαίτερα κακή κατάσταση

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.