δύστυχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δύστυχος η δύστυχη το δύστυχο
      γενική του δύστυχου της δύστυχης του δύστυχου
    αιτιατική τον δύστυχο τη δύστυχη το δύστυχο
     κλητική δύστυχε δύστυχη δύστυχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δύστυχοι οι δύστυχες τα δύστυχα
      γενική των δύστυχων των δύστυχων των δύστυχων
    αιτιατική τους δύστυχους τις δύστυχες τα δύστυχα
     κλητική δύστυχοι δύστυχες δύστυχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δύστυχος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή δύστυχος < αρχαία ελληνική δυστυχής < δύσ- + τύχη. Και ουσιαστικοποιημένο αρσενικό

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈði.sti.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δύστυχος
ομόηχα: δίστιχος, δίστοιχος
τονικό παρώνυμο: δυστυχώς

Επίθετο

δύστυχος, -η, -ο

Συγγενικά

  • δύστυχο (ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο)

 και δείτε τις λέξεις δυστυχής, δύσκολα και τύχη

Ουσιαστικό

δύστυχος

  • άνθρωπος που δυστύχησε
    Α, τον δύστυχο! Έχασε τη γυναίκα του.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.