σαββατογεννημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σαββατογεννημένος | η | σαββατογεννημένη | το | σαββατογεννημένο |
| γενική | του | σαββατογεννημένου | της | σαββατογεννημένης | του | σαββατογεννημένου |
| αιτιατική | τον | σαββατογεννημένο | τη | σαββατογεννημένη | το | σαββατογεννημένο |
| κλητική | σαββατογεννημένε | σαββατογεννημένη | σαββατογεννημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σαββατογεννημένοι | οι | σαββατογεννημένες | τα | σαββατογεννημένα |
| γενική | των | σαββατογεννημένων | των | σαββατογεννημένων | των | σαββατογεννημένων |
| αιτιατική | τους | σαββατογεννημένους | τις | σαββατογεννημένες | τα | σαββατογεννημένα |
| κλητική | σαββατογεννημένοι | σαββατογεννημένες | σαββατογεννημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σαββατογεννημένος < Σάββατο + γεννημένος
Μετοχή
σαββατογεννημένος, -η, -ο
Μεταφράσεις
σαββατογεννημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.