έρμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | έρμος | η | έρμη | το | έρμο |
| γενική | του | έρμου | της | έρμης | του | έρμου |
| αιτιατική | τον | έρμο | την | έρμη | το | έρμο |
| κλητική | έρμε | έρμη | έρμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | έρμοι | οι | έρμες | τα | έρμα |
| γενική | των | έρμων | των | έρμων | των | έρμων |
| αιτιατική | τους | έρμους | τις | έρμες | τα | έρμα |
| κλητική | έρμοι | έρμες | έρμα | |||
| Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- έρμος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική έρμος < αρχαία ελληνική ἔρημος με συγκοπή του άτονου [i][1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈeɾ.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έρ‐μος
Επίθετο
έρμος, -η, -ο
- αυτός που έχει μείνει στην ερημιά, ο δυστυχισμένος
- ↪ έμεινε έρμος και μόνος
- ο έρημος τόπος
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
έρμος
|
|
Αναφορές
- έρμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.