έρμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έρμος η έρμη το έρμο
      γενική του έρμου της έρμης του έρμου
    αιτιατική τον έρμο την έρμη το έρμο
     κλητική έρμε έρμη έρμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έρμοι οι έρμες τα έρμα
      γενική των έρμων των έρμων των έρμων
    αιτιατική τους έρμους τις έρμες τα έρμα
     κλητική έρμοι έρμες έρμα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

έρμος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική έρμος < αρχαία ελληνική ἔρημος με συγκοπή του άτονου [i][1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈeɾ.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έρμος

Επίθετο

έρμος, -η, -ο

  1. αυτός που έχει μείνει στην ερημιά, ο δυστυχισμένος
    έμεινε έρμος και μόνος
  2. ο έρημος τόπος

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.