σακούλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σακούλα | οι | σακούλες |
| γενική | της | σακούλας | των | (σακουλών) |
| αιτιατική | τη | σακούλα | τις | σακούλες |
| κλητική | σακούλα | σακούλες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σακούλα < σάκ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Προφορά
- ΔΦΑ : /saˈku.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐κού‐λα

πλαστική σακούλα σε αποσύνθεση

χάρτινη σακούλα

σακούλα σκουπιδιών
Ουσιαστικό
σακούλα θηλυκό
- είδος σάκου, κυρίως από πλαστικό, χαρτί ή ύφασμα, με τον οποίο μεταφέρουμε ή αποθηκεύουμε διάφορα πράγματα
- ↪ μια σακούλα γεμάτη ψώνια
- ↪ σακούλα σκουπιδιών
- ※ Προσφάτως όμως τέσσερις αλυσίδες γνωστών σούπερ μάρκετ αποφάσισαν να συμπράξουν σε μια καμπάνια ευαισθητοποίησης των καταναλωτών στη μη χρήση πλαστικών σακουλών που τα ίδια τα σουπερ μάρκετ παραχωρούσαν, συχνά με υπερβολή (για να μην αναφερθώ στην βουλιμική «αρπαγή» έξτρα σακουλών από τους καταναλωτές προς οικιακή χρήση, ήτοι σκουπίδια). (* εφημερίδα Το Βήμα)
- (συνεκδοχικά) ό,τι περιέχεται σε μια σακούλα
- (ειδικότερα) ειδική πάνινη κατασκευή μέσα στην οποία παράγεται το στραγγιστό γιαούρτι
- (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη σακούλες: μαύροι κύκλοι ή εξογκώματα κάτω από τα μάτια, εξαιτίας αϋπνίας, κούρασης κ.λπ.
Συγγενικά
- σακουλάκι
- σακουλίτσα
- σακούλι
- σακουλιάζω
- σακούλιασμα
- σακουλίσιος
- → και δείτε τη λέξη σάκος
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.