φορητός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φορητός η φορητή το φορητό
      γενική του φορητού της φορητής του φορητού
    αιτιατική τον φορητό τη φορητή το φορητό
     κλητική φορητέ φορητή φορητό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φορητοί οι φορητές τα φορητά
      γενική των φορητών των φορητών των φορητών
    αιτιατική τους φορητούς τις φορητές τα φορητά
     κλητική φορητοί φορητές φορητά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φορητός < (ελληνιστική κοινή) < φέρω + -τός

Προφορά

ΔΦΑ : /fo.ɾiˈtos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /fo.ɾiˈti/ θηλυκό
ΔΦΑ : /fo.ɾiˈto/ ουδέτερο

Επίθετο

φορητός, -ή, -ό

  1. που μπορεί να μεταφερθεί και να τοποθετηθεί σε πολλά σημεία (κυρίως συσκευές μικρού βάρους και μεγέθους, που δεν έχουν μια σταθερή βάση εγκατάστασης ή μη συνδεδεμένες ενσύρματα σε ένα δίκτυο)
    φορητός υπολογιστής
  2. (λογισμικό) φορητή εφαρμογή, λογισμικό ή πρόγραμμα (βλ. portable)

Αντώνυμα

Συγγενικά

  • φορητότητα

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

φορητός< φορέω < φορά < φέρω

Επίθετο

φορητός

  1. κινητός, φορητός, μετακινήσιμος
  2. ανεκτός, υποφερτός
  3. αυτός που μεταφέρθηκε από κάπου ή αυτός που μεταφέρεται
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.