τσαντάκιας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τσαντάκιας | οι | τσαντάκηδες |
| γενική | του | τσαντάκια | των | τσαντάκηδων |
| αιτιατική | τον | τσαντάκια | τους | τσαντάκηδες |
| κλητική | τσαντάκια | τσαντάκηδες | ||
| Οι καταλήξεις -ιας, -ια προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «γυαλάκιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /t͡sanˈda.cas/
Ουσιαστικό
τσαντάκιας αρσενικό
- (προφορικό) κλέφτης που αρπάζει τσάντες από περαστικούς, ή οχήματα στο δρόμο
- ελαφροχέρης
- μακρυχέρης
- πορτοφολάς
- χρυσοδάκτυλος
Μεταφράσεις
τσαντάκιας
|
|
Πηγές
- τσαντάκιας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τσαντάκιας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.