τσαντιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσαντιά οι τσαντιές
      γενική της τσαντιάς των τσαντιών
    αιτιατική την τσαντιά τις τσαντιές
     κλητική τσαντιά τσαντιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσαντιά < τσάντ(α) + -ιά

Ουσιαστικό

τσαντιά θηλυκό

  1. (προφορικό) χτύπημα με τσάντα
  2. ποσότητα που χωράει σε μια τσάντα
      προψές που γύριζα από η λαϊκή με μια τσαντιά μήλα και με σκούντηξε ένας από πίσω και πάρ'τα κάτω όλα τα μήλα και τα κυνήγαγα στην κατηφόρα (Γωγώ Ατζολετάκη, Η φίλη σου, Ροζαλία, εκδόσεις Ιωλκός, 2015, σελ. 43)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • τσαντιά - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.