τρίχα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τρίχα | οι | τρίχες |
| γενική | της | τρίχας | των | τριχών |
| αιτιατική | την | τρίχα | τις | τρίχες |
| κλητική | τρίχα | τρίχες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τρίχα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τρίχα < αρχαία ελληνική θρίξ, (γενική: τριχός)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈtɾi.xa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρί‐χα
Ουσιαστικό

Τρίχα από ινδικό χοιριδιο
τρίχα θηλυκό
- νηματοειδές υλικό που φυτρώνει στο δέρμα των περισσότερων θηλαστικών
- κερατόνημα, κερατονήμα, νήμα κερατίνης
Συγγενικά
Σύνθετα
|
|
Εκφράσεις
- δεν πειράζω ούτε τρίχα
- κάνω την τρίχα τριχιά
- κρέμεται από μια τρίχα
- μου σηκώνεται η τρίχα (κάγκελο): εντυπωσιάζομαι, εκπλήσσομαι ή τρομάζω, φρικιώ κλπ
- παρά τρίχα
- στην τρίχα: πάρα πολύ κομψός, στην πένα
- τρίχα-τρίχα
- τρίχες! ή τρίχες κατσαρές!: μπούρδες, σαχλαμάρες
Σημειώσεις
Μεταφράσεις
τρίχα
|
Αναφορές
- τρίχα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- τρίχα < → λείπει η ετυμολογία
Συνώνυμα
- (ποιητικό) τριχθά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.