pel

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

pel < picture element

Συντομομορφή

pel (en) συντομογραφία

  • PEL (σπάνιο)

Συνώνυμα



Παλαιά γαλλικά (fro)

Ετυμολογία 1

pel < λατινική pellem (προβιά)

Ουσιαστικό

pel θηλυκό

  1. το δέρμα
  2. η φλούδα
  3. η περγαμηνή, κείμενο γραμμένο πάνω σε περγαμηνή

Ετυμολογία 2

pel < λατινική palum (παλούκι)

Ουσιαστικό

πτώση ενικός πληθυντικός
cas sujet pieus pel
cas régime pel pieus

pel αρσενικό



Οξιτανικά (oc)

Ουσιαστικό

pel (oc) αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.