αποτρίχωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποτρίχωση οι αποτριχώσεις
      γενική της αποτρίχωσης* των αποτριχώσεων
    αιτιατική την αποτρίχωση τις αποτριχώσεις
     κλητική αποτρίχωση αποτριχώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποτριχώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποτρίχωση < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἀποτρίχωσις < ἀποτρίχω < (ελληνιστική κοινή) ἀπότριχος < ἀπό + αρχαία ελληνική θρίξ (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική épilation) [1]

Ουσιαστικό

αποτρίχωση θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.