άτριχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άτριχος η άτριχη το άτριχο
      γενική του άτριχου της άτριχης του άτριχου
    αιτιατική τον άτριχο την άτριχη το άτριχο
     κλητική άτριχε άτριχη άτριχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άτριχοι οι άτριχες τα άτριχα
      γενική των άτριχων των άτριχων των άτριχων
    αιτιατική τους άτριχους τις άτριχες τα άτριχα
     κλητική άτριχοι άτριχες άτριχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άτριχος < (ελληνιστική κοινή) ἄτριχος

Επίθετο

άτριχος, -η, -ο

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.