σαχλαμάρες

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

σαχλαμάρες

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σαχλαμάρα
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σαχλαμάρας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.