τρίχες

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τρίχες < πληθυντικός αριθμός του τρίχα

Ουσιαστικό

τρίχες θηλυκό στον πληθυντικό

  1. μπούρδες, ανοησίες, βλακείες
    Πάλι άρχισε τις τρίχες αυτός;

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

τρίχες θηλυκό



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

τρίχες θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.