τρίχας

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τρίχας < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

τρίχας αρσενικό

  1. (μειωτικό) χαρακτηρισμός ατόμου που δεν θεωρούμε αξιόλογο
  2. ο ψείρας

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

τρίχας θηλυκό



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

τρίχας θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.