γουρουνότριχα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γουρουνότριχα οι γουρουνότριχες
      γενική της γουρουνότριχας των γουρουνοτριχών
    αιτιατική τη γουρουνότριχα τις γουρουνότριχες
     κλητική γουρουνότριχα γουρουνότριχες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γουρουνότριχα < γουρούνι + τρίχα

Ουσιαστικό

γουρουνότριχα θηλυκό

  1. η σκληρή τρίχα του γουρουνιού
  2. γουρουνίσια τρίχα, κυρίως από τη ράχη, που χρησιμοποιούν οι τσαγκάρηδες ως ψιλή βελόνα.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.