αποτριχώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποτριχώνω < ἀποτρίχ(ωσις) + -ῶ > -ώνω (αναδρομικός σχηματισμός) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.po.tɾiˈxo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αποτριχώνω

Ρήμα

αποτριχώνω, αόρ.: αποτρίχωσα, παθ.φωνή: αποτριχώνομαι, π.αόρ.: αποτριχώθηκα, μτχ.π.π.: αποτριχωμένος

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.