τρίγωνο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τρίγωνο τα τρίγωνα
      γενική του τριγώνου
& τρίγωνου
των τριγώνων
    αιτιατική το τρίγωνο τα τρίγωνα
     κλητική τρίγωνο τρίγωνα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ορθογώνιο τρίγωνο
μουσικό τρίγωνο

Ετυμολογία

τρίγωνο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τρίγωνον < ουδέτερο του τρίγωνος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈtɾi.ɣo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρίγωνο

Ουσιαστικό

τρίγωνο ουδέτερο

  1. (γεωμετρία) επίπεδο γεωμετρικό σχήμα που σχηματίζεται από τρία ευθύγραμμα τμήματα των οποίων και οι δύο άκρες βρίσκονται ενωμένες μεταξύ τους, διαδοχικά του ενός με του άλλου
    ισόπλευρο, ορθογώνιο, ισοσκελές, σκαληνό τρίγωνο
  2. (μουσικό όργανο) κατασκευασμένο από ένα μεταλλικό έλασμα που έχει τριγωνικό σχήμα
    τα παιδάκια λένε τα κάλαντα χτυπώντας ένα τρίγωνο
  3. (γλυκό, γαστρονομία) είδος γλυκού που αποτελείται από κρέμα τοποθετημένη μέσα σε φύλλο κρούστας
  4. (εργαλείο) ξυλουργικό εργαλείο για τη μέτρηση γωνιών
     συνώνυμα: γωνία
  5. (γενικότερα) αντικείμενο με τριγωνικό σχήμα
    Ο Δημήτρης έβαλε ένα προειδοποιητικό τρίγωνο για λόγους ασφαλείας, όταν έπαθε βλάβη το αυτοκίνητό του στον αυτοκινητόδρομο.

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.