τριγωνομετρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τριγωνομετρικός | η | τριγωνομετρική | το | τριγωνομετρικό |
| γενική | του | τριγωνομετρικού | της | τριγωνομετρικής | του | τριγωνομετρικού |
| αιτιατική | τον | τριγωνομετρικό | την | τριγωνομετρική | το | τριγωνομετρικό |
| κλητική | τριγωνομετρικέ | τριγωνομετρική | τριγωνομετρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τριγωνομετρικοί | οι | τριγωνομετρικές | τα | τριγωνομετρικά |
| γενική | των | τριγωνομετρικών | των | τριγωνομετρικών | των | τριγωνομετρικών |
| αιτιατική | τους | τριγωνομετρικούς | τις | τριγωνομετρικές | τα | τριγωνομετρικά |
| κλητική | τριγωνομετρικοί | τριγωνομετρικές | τριγωνομετρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τριγωνομετρικός < τριγωνομετρία + -ικός
Προφορά
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.