trójkąt

Πολωνικά (pl)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈtrujkɔ̃nt/

Ετυμολογία

trójkąt (pl) < trój- (pl) + -kąt (pl)

Ουσιαστικό

trójkąt (pl) αρσενικό

  1. το τρίγωνο
    • (μαθηματικά), (κοινά) γεωμετρικό σχήμα με τρεις γωνίες
    • (μουσικό όργανο) το τριγωνικό, συνήθως μεταλλικό, όργανο μουσικής (το τρίγωνο για τα κάλλαντα)

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.