ισοσκελής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ισοσκελής η ισοσκελής το ισοσκελές
      γενική του ισοσκελούς* της ισοσκελούς του ισοσκελούς
    αιτιατική τον ισοσκελή την ισοσκελή το ισοσκελές
     κλητική ισοσκελή(ς) ισοσκελής ισοσκελές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ισοσκελείς οι ισοσκελείς τα ισοσκελή
      γενική των ισοσκελών των ισοσκελών των ισοσκελών
    αιτιατική τους ισοσκελείς τις ισοσκελείς τα ισοσκελή
     κλητική ισοσκελείς ισοσκελείς ισοσκελή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ισοσκελής < ισο- + σκελής (< σκέλος)

Προφορά

ΔΦΑ : /i.so.sceˈlis/ αρσενικό ή θηλυκό
ΔΦΑ : /i.so.sceˈles/ ουδέτερο
ισοσκελές τρίγωνο

Επίθετο

ισοσκελής, -ής, -ές

  1. που έχει τα σκέλη ίσα
     συνώνυμα: ισόπλευρος
     αντώνυμα: ανισοσκελής
  2. (οικονομία) που εμφανίζει ισορροπία μεταξύ εσόδων και εξόδων

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.