ισόπλευρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ισόπλευρος | η | ισόπλευρη | το | ισόπλευρο |
| γενική | του | ισόπλευρου | της | ισόπλευρης | του | ισόπλευρου |
| αιτιατική | τον | ισόπλευρο | την | ισόπλευρη | το | ισόπλευρο |
| κλητική | ισόπλευρε | ισόπλευρη | ισόπλευρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ισόπλευροι | οι | ισόπλευρες | τα | ισόπλευρα |
| γενική | των | ισόπλευρων | των | ισόπλευρων | των | ισόπλευρων |
| αιτιατική | τους | ισόπλευρους | τις | ισόπλευρες | τα | ισόπλευρα |
| κλητική | ισόπλευροι | ισόπλευρες | ισόπλευρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ισόπλευρος < ισό- + -πλευρος
Επίθετο
ισόπλευρος, -η, -ο
- στο ισόπλευρο τρίγωνο όλες οι γωνίες είναι 60 μοιρών
Μεταφράσεις
ισόπλευρος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.