κρέμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κρέμα | οι | κρέμες |
| γενική | της | κρέμας | των | κρεμών |
| αιτιατική | την | κρέμα | τις | κρέμες |
| κλητική | κρέμα | κρέμες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

συντήρηση της κρέμας του γάλακτος

κρέμα με κομμάτια φρούτων

κρέμα προσώπου στη συσκευασία της
Ετυμολογία
- κρέμα αντιδάνειο < (άμεσο δάνειο) ιταλική crema < παλαιά γαλλική cresme < λατινική chrisma < αρχαία ελληνική χρῖσμα[1]
- ή < (άμεσο δάνειο) ιταλική crema < γαλλική crème < υστερολατινική crama < κελτική karma (καϊμάκι, ανθόγαλο) με επίδραση της υστερολατινικής chrisma < αρχαία ελληνική χρῖσμα[2]
- για το καλλυντικό < (άμεσο δάνειο) γαλλική crème[3]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈkɾe.ma/
Ουσιαστικό
κρέμα θηλυκό
- (γαστρονομία) το λίπος του γάλακτος που εμφανίζεται στην επιφάνεια μετά από δυνατή ανάδευση· χρησιμοποιείται στη μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική
- (γαστρονομία) μείγμα με βούτυρο, αβγά, άμυλο, ζάχαρη κι άλλα υλικά, το οποίο σερβίρεται σαν επιδόρπιο ή γλύκισμα
- καλλυντικό ή φαρμακευτικό παρασκεύασμα με ημίρρευστη υφή, το οποίο αλείφεται
Παράγωγα
Συγγενικά
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- κρέμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.