κρούστα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κρούστα | οι | κρούστες |
| γενική | της | κρούστας | — | |
| αιτιατική | την | κρούστα | τις | κρούστες |
| κλητική | κρούστα | κρούστες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κρούστα < (άμεσο δάνειο) ιταλική crosta < λατινική crusta (σκληρός φλοιός)
Ουσιαστικό
κρούστα θηλυκό
- η γενική ονομασία για τη στερεοποιημένη ουσία που σχηματίζεται πάνω από διάφορες ρευστές ουσίες
Πολυλεκτικοί όροι
- φύλλο κρούστας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.