ορθογώνιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ορθογώνιος η ορθογώνια το ορθογώνιο
      γενική του ορθογώνιου της ορθογώνιας του ορθογώνιου
    αιτιατική τον ορθογώνιο την ορθογώνια το ορθογώνιο
     κλητική ορθογώνιε ορθογώνια ορθογώνιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ορθογώνιοι οι ορθογώνιες τα ορθογώνια
      γενική των ορθογώνιων των ορθογώνιων των ορθογώνιων
    αιτιατική τους ορθογώνιους τις ορθογώνιες τα ορθογώνια
     κλητική ορθογώνιοι ορθογώνιες ορθογώνια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ορθογώνιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀρθογώνιος < ὀρθός + γωνία. Συγχρονικά αναλύεται σε ορθο- + -γώνιος

Επίθετο

ορθογώνιος, -α, -ο [1][2]

  • (γεωμετρία) για γεωμετρικό σχήμα ή στερεό που έχει μία ή περισσότερες ορθές γωνίες

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

  • [[ορθο

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ορθογώνιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.