σκαληνός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκαληνός η σκαληνή το σκαληνό
      γενική του σκαληνού της σκαληνής του σκαληνού
    αιτιατική τον σκαληνό τη σκαληνή το σκαληνό
     κλητική σκαληνέ σκαληνή σκαληνό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκαληνοί οι σκαληνές τα σκαληνά
      γενική των σκαληνών των σκαληνών των σκαληνών
    αιτιατική τους σκαληνούς τις σκαληνές τα σκαληνά
     κλητική σκαληνοί σκαληνές σκαληνά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σκαληνός < αρχαία ελληνική σκαληνός

Επίθετο

σκαληνός

  1. που έχει ακανόνιστα τμήματα

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

σκαληνός < σκάλλω

Επίθετο

σκαληνός

  1. άνισος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.