τριγωνικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τριγωνικός η τριγωνική το τριγωνικό
      γενική του τριγωνικού της τριγωνικής του τριγωνικού
    αιτιατική τον τριγωνικό την τριγωνική το τριγωνικό
     κλητική τριγωνικέ τριγωνική τριγωνικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τριγωνικοί οι τριγωνικές τα τριγωνικά
      γενική των τριγωνικών των τριγωνικών των τριγωνικών
    αιτιατική τους τριγωνικούς τις τριγωνικές τα τριγωνικά
     κλητική τριγωνικοί τριγωνικές τριγωνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
τριγωνικά παράθυρα

Ετυμολογία

τριγωνικός < αρχαία ελληνική τριγωνικός

Επίθετο

τριγωνικός

  1. που έχει σχήμα τριγώνου

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

τριγωνικός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

τριγωνικός

  1. τριγωνικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.