συνέχεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνέχεια οι συνέχειες
      γενική της συνέχειας των συνεχειών
    αιτιατική τη συνέχεια τις συνέχειες
     κλητική συνέχεια συνέχειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

συνέχεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνέχεια[1] < συνεχής < συν- + έχω

Προφορά

ΔΦΑ : /siˈne.çi.a/ (συγκρίνετε με το #Επίρρημα)
τυπογραφικός συλλαβισμός: συνέχεια
παλιότερος συλλαβισμός: συνέχεια

Ουσιαστικό

συνέχεια θηλυκό

  1. η έλλειψη διακοπής
    η συνέχεια της ύλης
    η λύση της συνέχειας του δέρματος
     αντώνυμα: ασυνέχεια
  2. ο ειρμός
    η σκέψη του δεν έχει καμία συνέχεια
  3. το μέρος που ακολουθεί
    τη συνέχεια της ιστορίας θα παρακολουθήσετε στο επόμενο επεισόδιο
  4. (γραμματική, σπάνιο) συνώνυμο του ενωτικό
  5. (μαθηματικά) η ιδιότητα των συνεχών συναρτήσεων

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

συνέχεια < συνεχ(ώς) + < αρχαία ελληνική συνεχῶς < συνεχής < συν- + έχω

Προφορά

ΔΦΑ : /siˈne.ça/ συγκρίνετε με το #Ουσιαστικό|
τυπογραφικός συλλαβισμός: συνέχεια

Επίρρημα

συνέχεια

  • άλλη μορφή του συνεχώς
    Μου λέει συνέχεια το ίδιο πράγμα. Μού έχει σπάσει τα νεύρα.

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.