απομόνωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απομόνωση οι απομονώσεις
      γενική της απομόνωσης* των απομονώσεων
    αιτιατική την απομόνωση τις απομονώσεις
     κλητική απομόνωση απομονώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απομονώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απομόνωση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

απομόνωση θηλυκό

  1. η ενέργεια με την οποία απομονώνω κάτι ή κάποιον
  2. (επιδημιολογία) η κατάσταση κατά την οποία κάποιος ζει απομονωμένος, μακριά από τον κόσμο, ή είναι απομονωμένος από κάποιο φυσικό ή κοινωνικό περιβάλλον
  3. ειδικός χώρος σε φυλακή όπου οδηγούνται οι κρατούμενοι σε περίπτωση πειθαρχικού παραπτώματος και μένουν εκεί μόνοι, χωρίς να έρχονται σε επαφή με συγκρατούμενους ή επισκέπτες
  4. (βάσεις δεδομένων) ιδιότητα όπου οι συναλλαγές (transactions) πρέπει να είναι ανεξάρτητες μεταξύ του (βλ. ACID)[1]

Συγγενικά

  • (βάσεις δεδομένων) ACID

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Δοσοληψίες & Ταυτοχρονισμός, σελ. 3, Προχωρημένα Θέματα Βάσεων Δεδομένων του τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών του ΕΜΠ. Προσπέλαση 2020-03-11
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.