απομόνωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απομόνωση | οι | απομονώσεις |
| γενική | της | απομόνωσης* | των | απομονώσεων |
| αιτιατική | την | απομόνωση | τις | απομονώσεις |
| κλητική | απομόνωση | απομονώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, απομονώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απομόνωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
απομόνωση θηλυκό
- η ενέργεια με την οποία απομονώνω κάτι ή κάποιον
- (επιδημιολογία) η κατάσταση κατά την οποία κάποιος ζει απομονωμένος, μακριά από τον κόσμο, ή είναι απομονωμένος από κάποιο φυσικό ή κοινωνικό περιβάλλον
- ειδικός χώρος σε φυλακή όπου οδηγούνται οι κρατούμενοι σε περίπτωση πειθαρχικού παραπτώματος και μένουν εκεί μόνοι, χωρίς να έρχονται σε επαφή με συγκρατούμενους ή επισκέπτες
- (βάσεις δεδομένων) ιδιότητα όπου οι συναλλαγές (transactions) πρέπει να είναι ανεξάρτητες μεταξύ του (βλ. ACID)[1]
- (βάσεις δεδομένων) ACID
Αναφορές
- Δοσοληψίες & Ταυτοχρονισμός, σελ. 3, Προχωρημένα Θέματα Βάσεων Δεδομένων του τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών του ΕΜΠ. Προσπέλαση 2020-03-11
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.