συνέχω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συνέχω < αρχαία ελληνική συνέχω < σύν + ἔχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *seǵʰ-

Προφορά

ΔΦΑ : /siˈne.xo/

Ρήμα

συνέχω (παθητική φωνή: συνέχομαι)

(λόγιο)
  1. συνδέω, κρατώ κάποια πράγματα συνδεμένα, συγκρατώ
  2. διακατέχω

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.