άγχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άγχος τα άγχη
      γενική του άγχους
    αιτιατική το άγχος τα άγχη
     κλητική άγχος άγχη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

άγχος < (καθαρεύουσα) ἄγχος < αρχαία ελληνική ἄγχ(ω) + -ος (κατά το σχήμα ψεύδω - ψεύδος), μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική angoisse [1] Επίσης δείτε: αγγλική anxiety, γερμανική Angst[2] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂enǵʰ-
(Το αρχαίο ἄγχος, είναι παρωχημένος τύπος του ἔναγχος.)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈaŋ.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άγχος

Ουσιαστικό

άγχος ουδέτερο

  • ψυχοσωματική κατάσταση κατά την οποία το άτομο νιώθει πίεση από το βάρος των υποχρεώσεών του, φόβο και ανησυχία, πολλές φορές αόριστη, κάτι που μπορεί να εξελιχτεί και σε μόνιμη ψυχοπαθολογική κατάσταση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. άγχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.